- εκσυγχρονίζω
- 1. καθιστώ σύγχρονο κάποιον ή κάτι, κάνω κάποιον ή κάτι ικανό και κατάλληλο να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και απαιτήσεις τής σύγχρονης εποχής2. συνεκδ. ανανεώνω, ανακαινίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκσυγχρονίζω — εκσυγχρονίζω, εκσυγχρόνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εκσυγχρονισμός — ο η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκσυγχρονίζω … Dictionary of Greek
ξανακαινουργιώνω — και ξανακαινουριώνω και ξανακαινουργώνω (Μ ξανακαινουργιώνω και ξανακαινουργώνω) 1. κάνω κάτι εκ νέου καινούργιο, ανακαινίζω 2. επαναφέρω κάτι στην προηγούμενη κατάσταση του, αποκαθιστώ 3. (για γνώσεις, σοφία) αξιοποιώ και βελτιώνω 4.… … Dictionary of Greek
συγχρονίζω — ΝΜΑ [σύγχρονος] νεοελλ. (μτβ.) 1. επιτυγχάνω τη χρονική σύμπτωση ενεργειών, κινήσεων ή καταστάσεων («οι χορευτές προσπαθούν να συγχρονίσουν τις κινήσεις τους») 2. προσαρμόζω κάτι στη σύγχρονη κατάσταση, στις σύγχρονες αντιλήψεις, εκσυγχρονίζω 3.… … Dictionary of Greek